- ἐξαγορασία
- ἐξαγορασίᾱ , ἐξαγορασίαransomfem nom/voc/acc dualἐξαγορασίᾱ , ἐξαγορασίαransomfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαγορασία — ἐξαγορασία, η (AM) [εξαγοράζω] εξαγορά αιχμαλώτου … Dictionary of Greek
ἐξαγορασίας — ἐξαγορασίᾱς , ἐξαγορασία ransom fem acc pl ἐξαγορασίᾱς , ἐξαγορασία ransom fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)